- μπαλωματού
- η (Μ μπαλωματού)η σύζυγος τού μπαλωματήμσν.μτφ. ρούχο επιδιορθωμένο, μπαλωμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλωματής + κατάλ. -ού].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαλωματής — ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) [μπάλωμα] επιδιορθωτής υποδημάτων … Dictionary of Greek
Ζερβός, Παντελής — (Λουτράκι 1908 – 1982). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε το 1935 στον ρόλο του Πολυμήστορα στην Ερωφίλη του Χορτάτζη και τον επόμενο χρόνο ερμήνευσε τον Ηρακλή στην Άλκηστι του… … Dictionary of Greek